ωμόσαρκος

ωμόσαρκος
-ον, Μ
ο αποτελούμενος από ωμές σάρκες, ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό-σαρκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”